- υπνοσπόριο
- το, Νβοτ. απλανοσπόριο με παχιά τοιχώματα, το οποίο μπορεί να επιβιώσει κάτω από αντίξοες συνθήκες τού περιβάλλοντος παραμένοντας σε λανθάνουσα κατάσταση για ορισμένο χρονικό διάστημα πριν βλαστήσει.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypnospore].
Dictionary of Greek. 2013.